ταγγόν — ταγγός rancid masc acc sg ταγγός rancid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγγά — ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc sg (doric aeolic) ταγγός rancid neut nom/voc/acc pl ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγγῶν — ταγγή rancidity fem gen pl ταγγός rancid fem gen pl ταγγός rancid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισώδης — κνισώδης, ῶδες (Α) [κνίσα] 1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος 2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ταγγάδα — και ταγκάδα και τσαγγάδα και τσαγκάδα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού ταγγού 2. τάγγιση 3. συνεκδ. η δυσάρεστη οσμή και γεύση που προέρχεται από την αλλοίωση τροφίμων τα οποία περιέχουν λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγκός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ… … Dictionary of Greek
ταγγίασις — άσεως, ἡ, Α ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός + κατάλ. ίασις (< ρ. σε ιάω/ ιῶ)] … Dictionary of Greek
ταγγίζω — ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν [ταγγή] είμαι ή γίνομαι ταγγός … Dictionary of Greek
ταγγίλα — και ταγκίλα και τσαγγίλα και τσαγκίλα, η, Ν ταγγάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγγός + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα)] … Dictionary of Greek
ταγγιάζω — και ταγκιάζω και τσαγγιάζω και τσαγκιάζω Ν [ταγγός / τσαγγός] ταγγίζω … Dictionary of Greek
ταγκός — ή, ό, Ν βλ. ταγγός … Dictionary of Greek